- υστεροβουλία
- ησκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια, που αποσκοπεί σε προσωπικά οφέλη, ανειλικρίνεια, υποκρισία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑστεροβουλία — ὑστεροβουλίᾱ , ὑστεροβουλία deliberation after the fact fem nom/voc/acc dual ὑστεροβουλίᾱ , ὑστεροβουλία deliberation after the fact fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεροβουλίᾳ — ὑστεροβουλίᾱͅ , ὑστεροβουλία deliberation after the fact fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστεροβουλία — η / ὑστεροβουλία, ΝΑ νεοελλ. σκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια αρχ. 1. σκέψη που γίνεται μετά την εκτέλεση μιας πράξης 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστεροβουλία μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + βουλία (< βουλος <… … Dictionary of Greek
ὑστεροβουλίας — ὑστεροβουλίᾱς , ὑστεροβουλία deliberation after the fact fem acc pl ὑστεροβουλίᾱς , ὑστεροβουλία deliberation after the fact fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεροβουλίαν — ὑστεροβουλίᾱν , ὑστεροβουλία deliberation after the fact fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεροβουλίαις — ὑστεροβουλία deliberation after the fact fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστερόβουλος — η, ο, Ν αυτός που σκέπτεται ή ενεργεί με υστεροβουλία, ιδιοτελής. επίρρ... υστεροβούλως και υστερόβουλα Ν με υστεροβουλία, με ιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό βουλος. Το επίρρ. στον λόγιο τ. ὑστεροβούλως,… … Dictionary of Greek
Ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… … Dictionary of Greek
αλληλεγγύη — Η ηθική ή υλική αλληλοβοήθεια ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας της· η αμοιβαία εγγύηση· η αμοιβαία σχέση δύο ή περισσότερων ατόμων με πνεύμα δικαιοσύνης και αδελφότητας που εκδηλώνεται σε πράξεις αλληλοεξυπηρέτησης. Η α. διακρίνεται… … Dictionary of Greek
ανυστερόβουλος — η, ο αυτός που δεν έχει υστεροβουλία, ανιδιοτελής, ειλικρινής … Dictionary of Greek